- πραύθυμος
- πραύθυμοςof gentle mindmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πραΰθυμος — ον, Α πράος, ήμερος στην καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς, αθέματη μορφή τού επιθ. πρᾶος + θυμός (πρβλ. βαρύ θυμος)] … Dictionary of Greek
πραύθυμον — πραύθυμος of gentle mind masc/fem acc sg πραύθυμος of gentle mind neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραυθύμους — πραύθυμος of gentle mind masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραϋθυμώ — έω, Μ [πραΰθυμος] είμαι πραΰθυμος … Dictionary of Greek
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
πραϋθυμία — ἡ, Α [πραΰθυμος] πραότητα, ημερότητα χαρακτήρα … Dictionary of Greek
ՀԱՆԴԱՐՏԱՍԻՐՏ — ( ) NBH 2 0040 Chronological Sequence: Early classical ա. πραΰθυμος lenis animo. Որ հանդարտն է սրտիւ. անդորրամիտ. հլու. հեզ. անխռով ոգւով. *Լաւ է հանդարտասիրտն խոնարհութեամբ. Առակ. ՟Ժ՟Զ. 19 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՀԵԶԱԲԱՐՈՅ — (ի, ից.) NBH 2 0080 Chronological Sequence: 13c ա. ՀԵԶԱԲԱՐՈՅ կամ ՀԵԶԱԲԱՐՈՒ. πραΰθυμος . Հեզ բարուք կամ բարոյիւք. *Արար ʼի սուրբ եկեղեցւոջ միաբանութիւն գազանամիտ եւ հեզաբարու արանց. Վրդն. ծն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՀԵԶԱԲԱՐՈՒ — (ի, ից.) NBH 2 0080 Chronological Sequence: 13c ա. ՀԵԶԱԲԱՐՈՅ կամ ՀԵԶԱԲԱՐՈՒ. πραΰθυμος . Հեզ բարուք կամ բարոյիւք. *Արար ʼի սուրբ եկեղեցւոջ միաբանութիւն գազանամիտ եւ հեզաբարու արանց. Վրդն. ծն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՀԵԶԱՄԻՏ — ( ) NBH 2 0080 Chronological Sequence: 13c գ. πραΰθυμος qui mansueto est animo. Հեզ մտօք. հեզաբարոյ. հեզահոգի. *Իցեն ոմանք հեզամիտք եւ հանդարտք (ʼի բնէ). այնպիսւոյն հեզամիտ ոչ ասեմք. Ոսկ. գծ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)